ταυτοποιώ

ταυτοποιώ
ταυτοποιώ, -έω, ΝΜΑ [ταὐτοποιός]
νεοελλ.
ταυτίζω
μσν.
ενοποιώ, ενώνω
αρχ.
1. κάνω το ίδιο πράγμα με κάποιον άλλον
2. πραγματοποιώ κάτι ως εκπρόσωπος, ως πληρεξούσιος ενός προσώπου ή μιας αρχής, κάνω ακριβώς εκείνο για το οποίο είχα σταλεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • ταυτοποίηση — η, Ν [ταυτοποιώ] ταύτιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”